- ἱερευτικός
- ἱερ-ευτικός, ή, όν,A belonging to a ἱερόν, [γῆ] PTeb.5.236 (ii B.C.): -κά, τά, ib.257.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιερευτικός — ἱερευτικός, ή, όν (Α) [ιερεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάτι ιερό … Dictionary of Greek